ἀπειρίᾳ

ἀπειρίᾳ
ἀπειρίαι , ἀπειρία
want of skill
fem nom/voc pl
ἀπειρίᾱͅ , ἀπειρία
want of skill
fem dat sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ἀπειρία — ἀπειρίᾱ , ἀπειρία want of skill fem nom/voc/acc dual ἀπειρίᾱ , ἀπειρία want of skill fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • απειρία — (I) η (AM ἀπειρία) [άπειρος(Ι)] έλλειψη πείρας, άγνοια, ανεπιτηδειότητα. (II) η (AM ἀπειρία) [άπειρος (II)] το να είναι κάτι απειροπληθές, να μη μπορεί να μετρηθεί αρχ. 1. αιωνιότητα 2. άπειρο διάστημα …   Dictionary of Greek

  • απειρία — η 1. έλλειψη πείρας, άγνοια: Η απειρία του στη δουλειά ήταν ολοφάνερη. 2. πληθώρα, αφθονία: Απειρία από κινδύνους μας περιζώνει …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀπειρίας — ἀπειρίᾱς , ἀπειρία want of skill fem acc pl ἀπειρίᾱς , ἀπειρία want of skill fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπειρίαι — ἀπειρία want of skill fem nom/voc pl ἀπειρίᾱͅ , ἀπειρία want of skill fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπειρίαν — ἀπειρίᾱν , ἀπειρία want of skill fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπειριῶν — ἀπειρία want of skill fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπειρίαιν — ἀπειρία want of skill fem gen/dat dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπειρίαις — ἀπειρία want of skill fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπειρίη — ἀπειρία want of skill fem nom/voc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”